- εξάκωπος
- -η, -οπου έχει έξι κουπιά, που κινείται με έξι κουπιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξάκωπος — η, ο (για λέμβους) αυτός που κινείται με έξι κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κώπη «κουπί». Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος] … Dictionary of Greek